ἐντύπως

ἐντύπως
ἔντυπος
coined
adverbial
ἔντυπος
coined
masc/fem acc pl (doric)
ἐντυπόω
carve
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἐντυπόω
carve
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”